- ταπεινοφρόνησις
- ταπεινοφρόνησις, εως, ἡ (ταπεινός, φρόνησις) humility w. μακροθυμία Hs 8, 7, 6 v.l.—TW.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ταπεινοφρόνησις — ήσεως, ἡ, Α [ταπεινοφρονώ] ταπεινοφροσύνη … Dictionary of Greek